·

Lloyd (EN)
Κύριο Όνομα

Κύριο Όνομα “Lloyd”

Lloyd
  1. ανδρικό όνομα
    Lloyd was excited to start his new job on Monday.
  2. επώνυμο ουαλικής προέλευσης που σημαίνει κάποιον με γκρίζα μαλλιά
    Mrs. Lloyd teaches mathematics at the high school.
  3. Λόιντ
    The couple enjoyed their stay in Lloyd, New York, exploring local vineyards.