·

tested (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
test (ρήμα)

επίθετο “tested”

βασική μορφή tested, μη βαθμ.
  1. δοκιμασμένος (αποδεδειγμένα αξιόπιστος ή αποτελεσματικός μέσω δοκιμών)
    We prefer to use tested methods in our projects.