ουσιαστικό “humanity”
ενικός humanity, πληθυντικός humanities ή μη μετρήσιμο
- ανθρωπότητα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The charity aimed to provide clean water to all of humanity.
- ανθρώπινη φύση
Literature often explores the complexities of humanity and what it means to be human.
- ανθρωπιά
Her humanity was evident in the way she cared for the stray animals.
- ανθρωπιστικές σπουδές
She decided to major in history, her favorite humanity, because she loved learning about different cultures.