·

ordered (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
order (ρήμα)

επίθετο “ordered”

βασική μορφή ordered (more/most)
  1. τακτοποιημένος
    After cleaning all day, her room was finally ordered and serene.