·

blur (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “blur”

απαρέμφατο blur; αυτός blurs; αόριστος blurred; μετοχή αορ. blurred; μετοχή ενεστ. blurring
  1. θολώνω
    Tears blurred her vision, making it hard to see the road ahead.
  2. θολώνει
    As tears filled her eyes, the words on the page blurred.
  3. δυσχεραίνω τη διάκριση
    His reaction blurred the lines between anger and sadness.
  4. γίνεται δύσκολο να διακριθούν
    As she grew older, the differences between dreams and reality blurred.
  5. απλώνω με τρόπο που κάνει κάτι λιγότερο καθαρό
    Crying over the letter, her tears blurred the ink, making it hard to read.
  6. αφαιρώ την εστίαση (σε στοιχείο του γραφικού περιβάλλοντος)
    Clicking outside the text box blurred the input field, moving the focus to the next element on the page.

ουσιαστικό “blur”

ενικός blur, πληθυντικός blurs ή μη μετρήσιμο
  1. θόλωμα
    Through her tears, the entire world seemed like a blur.
  2. θολή εικόνα
    Through her tears, the entire world seemed like a blur.
  3. σημάδι από απλώματα ή μουτζούρα
    After accidentally touching the wet painting, his finger left a blur on the canvas.