ρήμα “unleash”
απαρέμφατο unleash; αυτός unleashes; αόριστος unleashed; μετοχή αορ. unleashed; μετοχή ενεστ. unleashing
- απελευθερώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The moment they reached the beach, she unleashed her excited puppy to run on the sand.
- πυροδοτώ (στο πλαίσιο της πρόκλησης ή έναρξης ενός γεγονότος)
The company's announcement of groundbreaking technology unleashed a wave of excitement across the industry.