·

unleash (EN)
ρήμα

ρήμα “unleash”

απαρέμφατο unleash; αυτός unleashes; αόριστος unleashed; μετοχή αορ. unleashed; μετοχή ενεστ. unleashing
  1. απελευθερώνω
    The moment they reached the beach, she unleashed her excited puppy to run on the sand.
  2. πυροδοτώ (στο πλαίσιο της πρόκλησης ή έναρξης ενός γεγονότος)
    The company's announcement of groundbreaking technology unleashed a wave of excitement across the industry.