επίθετο “artificial”
βασική μορφή artificial (more/most)
- τεχνητός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The beach had artificial sand, making it feel less natural than others.
- προσποιητός
His smile was artificial, lacking any genuine warmth.
- αφύσικος
The separation of state and church is not artificial; it is the natural way for a democratic society to develop.