·

rococo (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “rococo”

ενικός rococo, μη μετρήσιμο
  1. ροκοκό (καλλιτεχνικό στυλ του 18ου αιώνα που χαρακτηρίζεται από περίτεχνη διακόσμηση και ασύμμετρα σχέδια)
    The museum's exhibit features furniture from the rococo.
  2. ροκοκό (μουσική, ένα στυλ μουσικής από την ίδια περίοδο γνωστό για την ελαφρότητα και την κομψότητά του)
    She enjoys playing compositions from the rococo on her violin.

επίθετο “rococo”

βασική μορφή rococo, μη βαθμ.
  1. ροκοκό (στο ύφος της τέχνης ή διακόσμησης ροκοκό, που χαρακτηρίζεται από περίτεχνη διακόσμηση και ασύμμετρα σχέδια)
    The palace's rococo architecture attracted many visitors.
  2. ροκοκό (υπερβολικά διακοσμητικό)
    The author's rococo prose made the novel a challenging read.