·

worrying (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
worry (ρήμα)

επίθετο “worrying”

βασική μορφή worrying (more/most)
  1. ανησυχητικός
    The steady rise in the river's level is worrying the townspeople.