menu
Σύνδεση
·
Εγγραφείτε
Γλώσσα
English
|
español
français
|
Deutsch
русский
|
中文
português
|
العربية
italiano
|
日本語
Türkçe
|
B. Indonesia
Nederlands
|
polski
svenska
|
한국어
हिन्दी
|
українська
čeština
|
română
...περισσότερα
Afrikaans
|
azərb.
B. Melayu
|
বাংলা
भोजपुरी
|
bosanski
български
|
català
Cebuano
|
dansk
eesti
|
Ελληνικά
Esperanto
|
فارسی
ગુજરાતી
|
հայերեն
hrvatski
|
íslenska
עברית
|
Jawa
ಕನ್ನಡ
|
ქართული
Kiswahili
|
кыргызча
latviešu
|
lietuvių
Lëtzebuerg.
|
magyar
македон.
|
മലയാളം
मराठी
|
မြန်မာဘာသာ
नेपाली
|
norsk
ଓଡ଼ିଆ
|
oʻzbekcha
ਪੰਜਾਬੀ
|
қазақша
shqip
|
සිංහල
slovenčina
|
slovenšč.
српски
|
suomi
Tagalog
|
தமிழ்
తెలుగు
|
ไทย
Tiếng Việt
|
тоҷикӣ
Türkmençe
|
اردو
Αρχική σελίδα
Μαθήματα
Άρθρα
Χάρτες
Όλα τα κείμενα
Λεξικό
Φόρουμ
Βιβλιοθήκη PDF
Σύνδεση
Εγγραφείτε
Οδηγός
Εφαρμογή
Λεξιλόγιο
Άρθρα
Λεξικό
Φόρουμ
Επικοινωνία
Σχετικά με εμένα
most
(EN)
οριστικό, επίρρημα, αντωνυμία
οριστικό “most”
most
περισσότερο
(χρησιμοποιείται με άκλιτα ουσιαστικά)
Εγγραφείτε
για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She ate the
most
cake at the party.
περισσότεροι
(χρησιμοποιείται με ουσιαστικά που μετριούνται)
She has the
most
books in her collection.
η πλειοψηφία των
Most
children love playing in the park.
επίρρημα “most”
most
(more/most)
το πιο
(πριν από επίθετο)
She is the
most
talented singer in the competition.
πολύ
She was
most
excited to see the concert.
σχεδόν
(με την προειδοποίηση να μη χρησιμοποιείται)
"
Most
everyone came to the party," said the American. "You mean almost everyone?" replied the Brit.
αντωνυμία “most”
most
περισσότεροι
(χωρίς ουσιαστικό)
Most
don't know the meaning of life; the rest are drunk.
living room
half
behind
breast