·

most (EN)
οριστικό, επίρρημα, αντωνυμία

οριστικό “most”

most
  1. περισσότερο (χρησιμοποιείται με άκλιτα ουσιαστικά)
    She ate the most cake at the party.
  2. περισσότεροι (χρησιμοποιείται με ουσιαστικά που μετριούνται)
    She has the most books in her collection.
  3. η πλειοψηφία των
    Most children love playing in the park.

επίρρημα “most”

most (more/most)
  1. το πιο (πριν από επίθετο)
    She is the most talented singer in the competition.
  2. πολύ
    She was most excited to see the concert.
  3. σχεδόν (με την προειδοποίηση να μη χρησιμοποιείται)
    "Most everyone came to the party," said the American. "You mean almost everyone?" replied the Brit.

αντωνυμία “most”

most
  1. περισσότεροι (χωρίς ουσιαστικό)
    Most don't know the meaning of life; the rest are drunk.