ρήμα “spoil”
απαρέμφατο spoil; αυτός spoils; αόριστος spoiled, spoilt uk; μετοχή αορ. spoiled, spoilt uk; μετοχή ενεστ. spoiling
- χαλάω (να καταστρέφω ή να μειώνω την απόλαυση ή την ελκυστικότητα κάτι)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The rain spoiled our picnic by making everything wet and muddy.
- χαλάω (να καταστρέψω, να βλάψω, να κάνω άχρηστο)
She accidentally spilled juice on the painting, which spoiled it completely.
- κακομαθαίνω
The grandparents spoiled the child by giving him everything he wanted.
- καλομαθαίνω
She spoiled herself with a relaxing spa day.
- χαλάω (για τρόφιμα)
If you leave the bread out too long, it will spoil and become moldy.
- ακυρώνω (για ψηφοδέλτιο)
She decided to spoil her ballot by drawing a big X across the entire paper.
- να χαλάσεις την έκπληξη λέγοντας σε κάποιον ένα σημαντικό γεγονός σε μια ιστορία
She spoiled the movie by telling everyone the twist ending.