·

spoil (EN)
ρήμα

ρήμα “spoil”

απαρέμφατο spoil; αυτός spoils; αόριστος spoiled, spoilt uk; μετοχή αορ. spoiled, spoilt uk; μετοχή ενεστ. spoiling
  1. χαλάω (να καταστρέφω ή να μειώνω την απόλαυση ή την ελκυστικότητα κάτι)
    The rain spoiled our picnic by making everything wet and muddy.
  2. χαλάω (να καταστρέψω, να βλάψω, να κάνω άχρηστο)
    She accidentally spilled juice on the painting, which spoiled it completely.
  3. κακομαθαίνω
    The grandparents spoiled the child by giving him everything he wanted.
  4. καλομαθαίνω
    She spoiled herself with a relaxing spa day.
  5. χαλάω (για τρόφιμα)
    If you leave the bread out too long, it will spoil and become moldy.
  6. ακυρώνω (για ψηφοδέλτιο)
    She decided to spoil her ballot by drawing a big X across the entire paper.
  7. να χαλάσεις την έκπληξη λέγοντας σε κάποιον ένα σημαντικό γεγονός σε μια ιστορία
    She spoiled the movie by telling everyone the twist ending.