·

driving (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
drive (ρήμα)

επίθετο “driving”

βασική μορφή driving (more/most)
  1. κινητήριος
    The driving gears of the machine were well-oiled and functioning smoothly.
  2. ορμητικός (για καιρό), δυνατός (για αέρα ή βροχή)
    The driving rain made it impossible to see more than a few feet ahead on the road.

ουσιαστικό “driving”

ενικός driving, πληθυντικός drivings ή μη μετρήσιμο
  1. οδήγηση
    After years of taking the bus, she finally took lessons and mastered the art of driving.
  2. δράιβινγκ (στο γκολφ)
    His driving on the 18th hole was impressive, sending the ball straight down the fairway.