επίθετο “mere”
βασική μορφή mere, μη βαθμ.
- απλός/ή/ό
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The trophy was a mere consolation for the team that had hoped to win the championship.
ουσιαστικό “mere”
ενικός mere, πληθυντικός meres
- λίμνη
We picnicked by the tranquil mere, watching the swans glide across the water.