·

mere (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “mere”

βασική μορφή mere, μη βαθμ.
  1. απλός/ή/ό
    The trophy was a mere consolation for the team that had hoped to win the championship.

ουσιαστικό “mere”

ενικός mere, πληθυντικός meres
  1. λίμνη
    We picnicked by the tranquil mere, watching the swans glide across the water.