ρήμα “apply”
απαρέμφατο apply; αυτός applies; αόριστος applied; μετοχή αορ. applied; μετοχή ενεστ. applying
- εφαρμόζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She applied the soothing cream to her sunburned shoulders.
- χρησιμοποιώ
She applied her knowledge of math to solve the complex problem.
- ισχύει (για κάποιον ή κάτι)
This discount applies only to students and teachers.
- υποβάλλω αίτηση
She applied to the university for a scholarship in engineering.