ρήμα “ask”
απαρέμφατο ask; αυτός asks; αόριστος asked; μετοχή αορ. asked; μετοχή ενεστ. asking
- ρωτάω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Can you ask him what time the meeting starts?
- θέτω ερώτηση
She asked why the sky is blue.
- ανακρίνω (για πληροφορίες)
The detective asked the witness if she had seen anything unusual.
- ζητάω
He asked for help with his homework.
- ζητάω άδεια
The student asked if he could leave the room for a moment.
- ζητάει
The job asks for at least three years of experience.
- προσκαλώ
We asked our neighbors over for dinner next Friday.
ουσιαστικό “ask”
ενικός ask, πληθυντικός asks ή μη μετρήσιμο
- τιμή πώλησης
The seller set an ask of $300 for the vintage guitar.