·

approve (EN)
ρήμα

ρήμα “approve”

απαρέμφατο approve; αυτός approves; αόριστος approved; μετοχή αορ. approved; μετοχή ενεστ. approving
  1. εγκρίνω
    The committee approved the new policy unanimously.
  2. επιδοκιμάζω (έχω θετική γνώμη)
    My parents approve of my decision to study abroad.