ρήμα “approve”
απαρέμφατο approve; αυτός approves; αόριστος approved; μετοχή αορ. approved; μετοχή ενεστ. approving
- εγκρίνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The committee approved the new policy unanimously.
- επιδοκιμάζω (έχω θετική γνώμη)
My parents approve of my decision to study abroad.