επίρρημα “simultaneously”
simultaneously (more/most)
- ταυτόχρονα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She was able to cook dinner and help her son with homework simultaneously.