ουσιαστικό “sailor”
ενικός sailor, πληθυντικός sailors
- ναύτης
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The seasoned sailor expertly steered the large vessel through the narrow strait.
- ιστιοπλόος (για αναψυχή ή αγώνες ιστιοπλοΐας)
Every weekend, the young sailor took his small dinghy out on the lake to practice for the upcoming regatta.