·

crafted (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
craft (ρήμα)

επίθετο “crafted”

βασική μορφή crafted (more/most)
  1. χειροποίητος
    The crafted necklace, with its intricate beadwork, drew admiring glances from everyone at the party.