ουσιαστικό “advice”
ενικός advice, μη μετρήσιμο
- συμβουλή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She asked her friend for advice about her career.
- γνωμοδότηση (νομική)
He sought legal advice before proceeding with the lawsuit.