·

balloon payment (EN)
φράση

φράση “balloon payment”

  1. (στις επιχειρήσεις, ακίνητα) μια πολύ μεγάλη πληρωμή που οφείλεται στο τέλος μιας δανειακής συμφωνίας
    Although the monthly installments were affordable, Mark was concerned about the balloon payment he would have to make after five years.