ουσιαστικό “deed”
ενικός deed, πληθυντικός deeds
- πράξη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She is known for her good deeds and generosity towards others.
- κατόρθωμα
His deeds during the rescue operation saved many lives.
- (στο δίκαιο) νομικό έγγραφο που δείχνει την κυριότητα ακινήτου
They signed the deed to finalize the sale of the house.
ρήμα “deed”
απαρέμφατο deed; αυτός deeds; αόριστος deeded; μετοχή αορ. deeded; μετοχή ενεστ. deeding
- μεταβιβάζω (με νομικό έγγραφο)
He deeded the property to his son before retiring.