·

federal (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “federal”

βασική μορφή federal, μη βαθμ.
  1. ομοσπονδιακός (ενός κράτους, που έχει ένα σύστημα διακυβέρνησης όπου η εξουσία εκχωρείται εν μέρει στις κυβερνήσεις των πολιτειών ή των επαρχιών)
    The US is a federal republic.
  2. ομοσπονδιακός (που σχετίζεται με την εθνική κυβέρνηση σε μια χώρα όπου η εξουσία είναι διαιρεμένη μεταξύ μιας κεντρικής κυβέρνησης και κρατών ή επαρχιών)
    Federal law applies in this case.

ουσιαστικό “federal”

ενικός federal, πληθυντικός federals
  1. ομοσπονδιακός (ομοσπονδιακός πράκτορας επιβολής του νόμου, ειδικά πράκτορας του FBI)
    The federals arrested the suspect after gathering enough evidence.