ουσιαστικό “kitchen”
ενικός kitchen, πληθυντικός kitchens
- κουζίνα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The new house has a spacious kitchen with modern appliances.
- κουζίνα (στυλ μαγειρικής)
The restaurant is famous for its traditional French kitchen.