·

kitchen (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “kitchen”

ενικός kitchen, πληθυντικός kitchens
  1. κουζίνα
    The new house has a spacious kitchen with modern appliances.
  2. κουζίνα (στυλ μαγειρικής)
    The restaurant is famous for its traditional French kitchen.