·

receivables (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “receivables”

receivables, μόνο πληθυντικός
  1. απαιτήσεις (χρήματα που οφείλονται σε μια εταιρεία από τους πελάτες της)
    The company's receivables increased significantly this quarter.