Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
ουσιαστικό “whispering”
ενικός whispering, πληθυντικός whisperings ή μη μετρήσιμο
- ψιθύρισμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She leaned in close, her whispering barely audible over the sound of the wind.
- ψίθυρος (φήμη)
Whisperings about the new teacher's mysterious past quickly spread through the school.
επίθετο “whispering”
βασική μορφή whispering (more/most)
- ψιθυριστός
The whispering wind gently rustled the leaves in the quiet forest.