·

whispering (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
whisper (ρήμα)

ουσιαστικό “whispering”

ενικός whispering, πληθυντικός whisperings ή μη μετρήσιμο
  1. ψιθύρισμα
    She leaned in close, her whispering barely audible over the sound of the wind.
  2. ψίθυρος (φήμη)
    Whisperings about the new teacher's mysterious past quickly spread through the school.

επίθετο “whispering”

βασική μορφή whispering (more/most)
  1. ψιθυριστός
    The whispering wind gently rustled the leaves in the quiet forest.