·

moving (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
move (ρήμα)

επίθετο “moving”

βασική μορφή moving (more/most)
  1. συγκινητικός
    The movie's ending was so moving that everyone in the theater was in tears.
  2. κινούμενος
    The moving train quickly left the station.