ουσιαστικό “snow”
ενικός snow, πληθυντικός snows ή μη μετρήσιμο
- χιόνι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Children rushed outside to play as the first snow of the season began to fall.
- χιονόπτωση
The city was unprepared for the three consecutive snows that blanketed the streets in white.
- οι τυχαίες κουκκίδες που φαίνονται σε μια οθόνη τηλεόρασης όταν δεν υπάρχει σήμα
When the cable went out, the TV screen was nothing but static snow.
ρήμα “snow”
απαρέμφατο snow; αυτός snows; αόριστος snowed; μετοχή αορ. snowed; μετοχή ενεστ. snowing
- χιονίζει
When I woke up this morning, it was already snowing heavily.