ουσιαστικό “voyage”
ενικός voyage, πληθυντικός voyages
- μακρύ ταξίδι, ειδικά δια θαλάσσης ή στο διάστημα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The explorers undertook a perilous voyage across the stormy seas to reach the remote island.
ρήμα “voyage”
απαρέμφατο voyage; αυτός voyages; αόριστος voyaged; μετοχή αορ. voyaged; μετοχή ενεστ. voyaging
- κάνω ένα μακρύ ταξίδι, ειδικά δια θαλάσσης ή στο διάστημα
During the 18th century, many merchants voyaged across the oceans in search of new trade routes.