·

voyage (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “voyage”

ενικός voyage, πληθυντικός voyages
  1. μακρύ ταξίδι, ειδικά δια θαλάσσης ή στο διάστημα
    The explorers undertook a perilous voyage across the stormy seas to reach the remote island.

ρήμα “voyage”

απαρέμφατο voyage; αυτός voyages; αόριστος voyaged; μετοχή αορ. voyaged; μετοχή ενεστ. voyaging
  1. κάνω ένα μακρύ ταξίδι, ειδικά δια θαλάσσης ή στο διάστημα
    During the 18th century, many merchants voyaged across the oceans in search of new trade routes.