·

affected (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
affect (ρήμα)

επίθετο “affected”

βασική μορφή affected (more/most)
  1. επηρεασμένος
    The affected areas were immediately evacuated due to the flood warning.
  2. προσποιητός (στη συμπεριφορά ή τον τρόπο ομιλίας για να εντυπωσιάσει ή να φανεί πιο κομψός)
    Her laughter was so affected that everyone could tell she was pretending to find the joke funny.