·

huge (EN)
επίθετο

επίθετο “huge”

βασική μορφή huge (more/most)
  1. τεράστιος
    The elephant looked huge next to the tiny mouse.
  2. τεράστιος (μεγάλος ενθουσιασμός ή υποστήριξη)
    She's a huge fan of classical music, attending concerts every month without fail.
  3. τεράστιος (μεγάλο ενδιαφέρον, σημασία ή δημοτικότητα)
    The new movie is going to be huge.