·

principal amount (EN)
φράση

φράση “principal amount”

  1. κεφάλαιο (το αρχικό ποσό χρημάτων που δανείστηκε ή επενδύθηκε, πριν προστεθεί οποιοσδήποτε τόκος)
    He repaid the loan's principal amount over five years, plus the accumulated interest.