·

daydream (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “daydream”

απαρέμφατο daydream; αυτός daydreams; αόριστος daydreamed, daydreamt; μετοχή αορ. daydreamed, daydreamt; μετοχή ενεστ. daydreaming
  1. ονειροπολώ
    During the long lecture, Sarah daydreamed about her upcoming vacation to the beach.

ουσιαστικό “daydream”

ενικός daydream, πληθυντικός daydreams
  1. ονειροπόληση
    During the boring lecture, Sarah slipped into a daydream about her upcoming beach vacation.