·

lease (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “lease”

ενικός lease, πληθυντικός leases
  1. μίσθωση
    She signed a lease to rent the apartment for one year.
  2. διάρκεια μίσθωσης
    Their lease ends next month, so they need to find a new place to live.
  3. (στην πληροφορική) η προσωρινή εκχώρηση μιας διεύθυνσης IP σε μια συσκευή σε ένα δίκτυο
    The DHCP server renewed the lease on the computer's IP address every 24 hours.

ρήμα “lease”

απαρέμφατο lease; αυτός leases; αόριστος leased; μετοχή αορ. leased; μετοχή ενεστ. leasing
  1. μισθώνω (να επιτρέπεις σε κάποιον να χρησιμοποιεί την ιδιοκτησία σου με αντάλλαγμα πληρωμή· να εκμισθώνεις)
    They decided to lease their extra office space to a startup company.
  2. μισθώνω (να χρησιμοποιείς την ιδιοκτησία κάποιου άλλου με αντάλλαγμα την πληρωμή· να νοικιάζεις)
    The company leased new computers instead of buying them outright.
  3. (στην πληροφορική) να εκχωρήσετε μια προσωρινή διεύθυνση IP σε μια συσκευή σε ένα δίκτυο
    The network server leases IP addresses to devices when they connect.
  4. (στην πληροφορική) να λαμβάνεις μια προσωρινή διεύθυνση IP από έναν διακομιστή
    When connecting to the public Wi-Fi, your device will lease an IP address for internet access.