·

wage (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “wage”

ενικός wage, πληθυντικός wages
  1. μισθός
    She earns a good wage at her new job.

ρήμα “wage”

απαρέμφατο wage; αυτός wages; αόριστος waged; μετοχή αορ. waged; μετοχή ενεστ. waging
  1. διεξάγω (πόλεμο, μάχη, σύγκρουση ή εκστρατεία)
    The organization is waging a fight against climate change.