ουσιαστικό “wage”
ενικός wage, πληθυντικός wages
- μισθός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She earns a good wage at her new job.
ρήμα “wage”
απαρέμφατο wage; αυτός wages; αόριστος waged; μετοχή αορ. waged; μετοχή ενεστ. waging
- διεξάγω (πόλεμο, μάχη, σύγκρουση ή εκστρατεία)
The organization is waging a fight against climate change.