·

rent (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
rend (ρήμα)

ουσιαστικό “rent”

ενικός rent, πληθυντικός rents ή μη μετρήσιμο
  1. ενοίκιο
    She pays a monthly rent for her apartment in the city.
  2. μίσθωμα
    We need to include the rent of the machinery in the project budget.
  3. πρόσοδος (στα οικονομικά, κέρδος από την ιδιοκτησία ενός πολύτιμου δικαιώματος ή σπάνιου πόρου)
    The company earns considerable rent from its patented technologies.
  4. σχίσιμο
    There is a rent in your shirt where the fabric is torn.
  5. ρήξη
    The disagreement caused a rent in their friendship.

ρήμα “rent”

απαρέμφατο rent; αυτός rents; αόριστος rented; μετοχή αορ. rented; μετοχή ενεστ. renting
  1. νοικιάζω
    They decided to rent a car for their vacation.
  2. εκμισθώνω
    He rents his house to tenants.
  3. είμαι διαθέσιμος προς ενοικίαση
    The apartment rents for $1200 a month.