ρήμα “rend”
απαρέμφατο rend; αυτός rends; αόριστος rent; μετοχή αορ. rent; μετοχή ενεστ. rending
- σκίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The earthquake rent the ground, creating a deep chasm.
- αποσπώ (με βία)
The lion rent the meat from the bone.
- σχίζομαι
The old flag began to rend in the strong winds.