·

meets (EN)
πρόθεση

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
meet (ρήμα, ουσιαστικό)

πρόθεση “meets”

meets
  1. (ανεπίσημο) που υποδηλώνει συνδυασμό ή συγχώνευση δύο στοιχείων
    The artist's new album is rock meets classical, blending guitars with orchestras.