ουσιαστικό “computer”
ενικός computer, πληθυντικός computers
- υπολογιστής
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She used her computer to create a detailed presentation for the class.
- υπολογιστής (άνθρωπος που υπολογίζει)
During World War I, computers checked artillery tables to assist the military.