·

credit card (EN)
φράση

φράση “credit card”

  1. πιστωτική κάρτα (μια πλαστική κάρτα από μια τράπεζα που σου επιτρέπει να αγοράζεις πράγματα τώρα και να τα πληρώνεις αργότερα)
    She bought a new TV using her credit card and will pay for it over the next few months.
  2. κάρτα πληρωμών (γενικά από τράπεζα)
    She told the cashier she would pay with her credit card, even though it was actually a debit card.