ουσιαστικό “valuables”
valuables, μόνο πληθυντικός
- πολύτιμα αντικείμενα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They stored all their valuables in a hidden safe while traveling.