ουσιαστικό “cod”
ενικός cod, πληθυντικός cod, cods ή μη μετρήσιμο
- μπακαλιάρος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He caught a large cod off the coast of Newfoundland.
- μπακαλιάρος (κρέας)
She prepared cod with lemon and herbs for dinner.
επίθετο “cod”
βασική μορφή cod, μη βαθμ.
- ψεύτικος
He performed a cod accent to make us laugh.