·

cod (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “cod”

ενικός cod, πληθυντικός cod, cods ή μη μετρήσιμο
  1. μπακαλιάρος
    He caught a large cod off the coast of Newfoundland.
  2. μπακαλιάρος (κρέας)
    She prepared cod with lemon and herbs for dinner.

επίθετο “cod”

βασική μορφή cod, μη βαθμ.
  1. ψεύτικος
    He performed a cod accent to make us laugh.