ρήμα “offer”
απαρέμφατο offer; αυτός offers; αόριστος offered; μετοχή αορ. offered; μετοχή ενεστ. offering
- προσφέρω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He offered me a slice of cake, but I wasn't hungry.
- προσφέρω (να πεις ότι είσαι πρόθυμος να κάνεις κάτι)
She offered to walk the dog while I was away.
- προσφέρω (κάνω κάτι διαθέσιμο, ειδικά προς πώληση, ή παρέχω κάτι)
The supermarket offers a wide range of products.
- προσφέρω (να δηλώσετε μια τιμή που είστε διατεθειμένοι να πληρώσετε)
I offered $50 for the antique lamp at the market.
- θυσιάζω
The villagers offered prayers to their deity during the festival.
ουσιαστικό “offer”
ενικός offer, πληθυντικός offers
- προσφορά
She considered his offer of marriage carefully.
- προσφορά (χρηματική)
Their offer on the house was accepted.
- προσφορά (πράξη)
His offer of help made the task much easier.
- προσφορά (έκπτωση)
The supermarket has an offer on apples this week.