ουσιαστικό “lettuce”
ενικός lettuce, πληθυντικός lettuces ή μη μετρήσιμο
- μαρούλι (φυτό)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
For lunch, she decided to make a salad with fresh lettuce and tomatoes from the garden.