·

join (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “join”

απαρέμφατο join; αυτός joins; αόριστος joined; μετοχή αορ. joined; μετοχή ενεστ. joining
  1. συνδέω ή συνενώνω
    She joined the pieces of the puzzle, revealing a beautiful landscape.
  2. συναντώμαι
    The two rivers join just north of the city.
  3. γίνομαι μέλος
    She decided to join the local library to borrow books for free.
  4. προσχωρώ (στην παρέα κάποιου, συμμετέχοντας σε μια δραστηριότητα)
    She joined her friends at the cafe for lunch.
  5. συνενώνω δεδομένα (στην πληροφορική και τις βάσεις δεδομένων)
    We joined the Sales table with the Inventory table to get a report on products sold and remaining stock.

ουσιαστικό “join”

ενικός join, πληθυντικός joins ή μη μετρήσιμο
  1. σημείο σύνδεσης
    The plumber worked carefully to ensure the joins between the pipes were secure to prevent any leaks.
  2. συνένωση δεδομένων (στην πληροφορική και τις βάσεις δεδομένων)
    To get a list of all employees and their departments, we used a join between the Employee and Department tables.
  3. λειτουργία συνένωσης (στην άλγεβρα, για την εύρεση του ελάχιστου κοινού στοιχείου που είναι μεγαλύτερο ή ίσο με δύο δοσμένα στοιχεία σε ένα lattice)
    In the lattice of integers under division, the join of 4 and 6 is 12, since 12 is the smallest integer that is divisible by both 4 and 6.