ρήμα “join”
απαρέμφατο join; αυτός joins; αόριστος joined; μετοχή αορ. joined; μετοχή ενεστ. joining
- συνδέω ή συνενώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She joined the pieces of the puzzle, revealing a beautiful landscape.
- συναντώμαι
The two rivers join just north of the city.
- γίνομαι μέλος
She decided to join the local library to borrow books for free.
- προσχωρώ (στην παρέα κάποιου, συμμετέχοντας σε μια δραστηριότητα)
She joined her friends at the cafe for lunch.
- συνενώνω δεδομένα (στην πληροφορική και τις βάσεις δεδομένων)
We joined the Sales table with the Inventory table to get a report on products sold and remaining stock.
ουσιαστικό “join”
ενικός join, πληθυντικός joins ή μη μετρήσιμο
- σημείο σύνδεσης
The plumber worked carefully to ensure the joins between the pipes were secure to prevent any leaks.
- συνένωση δεδομένων (στην πληροφορική και τις βάσεις δεδομένων)
To get a list of all employees and their departments, we used a join between the Employee and Department tables.
- λειτουργία συνένωσης (στην άλγεβρα, για την εύρεση του ελάχιστου κοινού στοιχείου που είναι μεγαλύτερο ή ίσο με δύο δοσμένα στοιχεία σε ένα lattice)
In the lattice of integers under division, the join of 4 and 6 is 12, since 12 is the smallest integer that is divisible by both 4 and 6.