·

LL.M. (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “LL.M.”

LL.M., LLM, μόνο ενικός αριθμός
  1. μεταπτυχιακό δίπλωμα νομικής
    After completing her law degree, she decided to specialize further by pursuing an LLM in environmental law.