·

skylight (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “skylight”

ενικός skylight, πληθυντικός skylights ή μη μετρήσιμο
  1. φεγγίτης
    The kitchen was brighter after they added a skylight above the dining table.
  2. άνοιγμα (στον θόλο λάβας)
    The scientists observed the glowing lava through a skylight in the lava tube.