ουσιαστικό “weather”
ενικός weather, πληθυντικός weathers ή μη μετρήσιμο
- καιρός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The weather is sunny today, so let's go to the beach.
- κατάσταση
After the announcement, the company's financial weather improved.
επίθετο “weather”
βασική μορφή weather, μη βαθμ.
- προσήνεμος
The climbers struggled against strong winds on the weather side of the mountain.
ρήμα “weather”
απαρέμφατο weather; αυτός weathers; αόριστος weathered; μετοχή αορ. weathered; μετοχή ενεστ. weathering
- αντέχω
Despite the challenges, they managed to weather the economic downturn and keep the business running.
- αποχρωματίζομαι (από τον καιρό)
The old wooden fence had weathered to a silvery gray over the years.
- φθείρω (από τον καιρό)
The constant waves and salt air weathered the coastal cliffs into unique shapes.
- υπερβαίνω (προσήνεμη πλευρά)
The ship had to weather the cape before the storm arrived.