ουσιαστικό “appraisal”
ενικός appraisal, πληθυντικός appraisals ή μη μετρήσιμο
- αξιολόγηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The annual performance appraisal helped her understand her strengths and areas for improvement.
- εκτίμηση (επίσημη)
The bank requested an appraisal of the house before approving the mortgage.