·

capital market (EN)
φράση

φράση “capital market”

  1. κεφαλαιαγορά (μια αγορά όπου άτομα και οργανισμοί αγοράζουν και πωλούν μακροπρόθεσμες επενδύσεις όπως μετοχές και ομόλογα)
    To fund its growth, the company raised money in the capital market by issuing new shares.